- κατατάξη
- κατάταξιςorderingfem nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάταξη — η (AM κατάταξις) [κατατάσσω] 1. τοποθέτηση κάθε πράγματος στην κατάλληλη θέση, τακτοποίηση 2. η τοποθέτηση πραγμάτων κατά είδη ή ποιότητες («κατάταξη εμπορευμάτων») νεοελλ. 1. (για πρόσ.) η εγγραφή προσώπου σε ορισμένη σειρά σε κάποιο κατάλογο, η … Dictionary of Greek
κατάταξη — η 1. τοποθέτηση, ταξινόμηση, ταχτοποίηση: Ασχολείταιμε την κατάταξη των βιβλίων του. 2. τοποθέτηση σε ορισμένη υπηρεσία: Θέλει την κατάταξή του στην Αστυνομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατατάξῃ — κατατάξηι , κατάταξις ordering fem dat sg (epic) κατατάσσω draw up in order aor subj mid 2nd sg κατατάσσω draw up in order aor subj act 3rd sg κατατάσσω draw up in order fut ind mid 2nd sg κατατάσσω draw up in order aor subj mid 2nd sg κατατάσσω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξινόμηση — Όρος ενδεικτικός της εργασίας και του αποτελέσματος της κατάταξης (ονοματολογία, συγκρότηση ομάδων, κλπ.), περισσότερων του ενός πραγμάτων. Ο σκοπός της κατάταξης αυτής είναι ο καθορισμός, όσο είναι δυνατόν, των χαρακτηριστικών ενός αντικειμένου … Dictionary of Greek
Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
ανακατάταξη — η 1. η εκ νέου κατάταξη, πληρέστερη και ακριβέστερη κατάταξη 2. εθελοντική εκ νέου κατάταξη στον στρατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατατάσσω. ΠΑΡ. ανακατατάξιμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… … Dictionary of Greek